- όνταν
- (Μ ὄνταν)(χρον. σύνδ.) βλ. όντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όντας — και όνταν (Μ ὄνταν) (ως χρον. σύνδ.) όταν νεοελλ. επειδή, είμαι ή ήμουν, καθώς είμαι ή ήμουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄντα < αρχ. ὄντας, αιτ. πληθ. τής μτχ. τού εἰμί, με επίδραση τού ὅταν, ενώ κατ άλλους < αρχ. ὅταν με ανάπτυξη έρρινου συμφώνου] … Dictionary of Greek
κακουχίζω — (Μ) 1. (μτβ.) α) κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω β) ταπεινώνω 2. μέσ. κακουχίζομαι ταπεινώνομαι 3. (αμτβ.) ασθενώ («ἐκακούχισεν (ὁ ρήγας)... καὶ ὅνταν ἐκαλυτέρισεν...», Μαχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουχῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον… … Dictionary of Greek
μαυροτριχαράτος — μαυροτριχαράτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («αὐτὸς ὁντὰν ἐμάθανεν, ποτὲ δὲν ἐκτενίσθην καὶ τώρα καλοκτένιστος καὶ μαυροτριχαράτος», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + τριχαράτος (< τρίχα)] … Dictionary of Greek
υπόδηση — η / ὑπόδησις, ήσεως, ΝΜΑ, και υπόδεση Ν, και ὑπόδεσις, έσεως, ΜΑ [ὑποδέω] 1. το να φορεί κανείς τα υποδήματά του 2. συνεκδ. τα υποδήματα αλλά και καθετί που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «αὐτός,… … Dictionary of Greek